- ήμειψα
- ἤμειψαἀμείβωchange: aor ind act 1st sg (attic epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἤμειψα — ἀμείβω change aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμειψι- — ἄμειψι (Α) ά συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής, που ετυμολογικά προέρχεται από το θέμα αορίστου ἤμειψα τού ρημ. ἄμείβω «αλλάσσω, ανταλλάσσω, μεταβάλλω». Στις λέξεις προσδίδει συνήθως τη σημασία «τής αλλαγής, τής μεταβολής, τής… … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek